- γογγύλος
- (I)ογένος Εντόμων τής οικογένειας Mantidae (τάξη Ορθόπτερων).————————(II)γογγύλος, -η, -ον (Α)στρογγυλός.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε IE *gong- /*geng-. To επίθημα -ύλος απαντά σε τύπους με παρεμφερή σημασία (πρβλ. αγκύλος, καμπύλος, στρογγύλος). Δυνατόν να υποτεθεί τ. *γογγρός «στρογγυλός», που δίνει τον τ. γογγύλος (πρβλ. Αισχύλος -αισχρός). Τέλος, ο τ. γογγύλος μπορεί να συσχετιστεί με το νορβ. kọkkr «όγκος», γερμ. *kankuz, λιθ. gungulӯs «τόπι, μπάλα»].
Dictionary of Greek. 2013.